- έκχρησις
- ἔκχρησις (Α)εκδανεισμός, δάνειο χρημάτων χωρίς τόκο ή δάνειο πραγμάτων για να χρησιμοποιηθούν και κατόπιν να επιστραφούν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκχρήσει — ἔκχρησις loan fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκχρήσεϊ , ἔκχρησις loan fem dat sg (epic) ἔκχρησις loan fem dat sg (attic ionic) ἐκχράω declare as an oracle aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ἐκχράω declare as an oracle fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)